Παραβάλλοντες

Παραβάλλοντες
Παραβάλλων
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραβάλλοντες — παραβάλλω throw beside pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβεβλημένως — Α επίρρ. 1. απερίσκεπτα, ανόητα 2. πλαγίως, ειρωνικά 3. σε παραβολές 4. παράλληλα 5. (κατά τον Ησύχ.) «ἀπαιτητικῶς παραλογιστικῶς ἐξ ἀντιβολῆς παραβάλλοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού παραβάλλω] …   Dictionary of Greek

  • προσβιβάζω — Α 1. κάνω κάποιον να πλησιάσει, φέρνω πλησιέστερα 2. παρομοιάζω κάποιον με κάποιον άλλο («ὡς μὲν οἱ κατὰ πάντα τῷ Ἀλεξάνδρῳ παραβάλλοντες αὐτὸν καὶ προσβιβάζοντες ἀξιοῡσι», Πλούτ.) 3. μτφ. πείθω («τῷ λόγω προσβιβάζων ὑμᾱς», Αισχίν.) 4. (σχετικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”